Sunday, August 5, 2012

το κουτσό

Του άρεσε να κάνει έρωτα μαζί της, γιατί για εκείνη δεν υπήρχε τίποτα πιο σημαντικό και ταυτόχρονα, μ'έναν τρόπο που δύσκολα γίνεται κατανοητός, έμοιαζε να υποτάσσεται στην ηδονή του, για μια στιγμή την πλησίαζε και τότε γαντζωνόταν επάνω της απελπισμένα και την παρέτεινε, ήτανε σαν να ξύπναγε και να μάθαινε το πραγματικό της όνομα, και μετά έπεφτε πάλι σε μια περιοχή πάντα λίγο σκοτεινή που αυτόν τον μάγευε, φοβητσιάρης όπως ήταν με την τελειότητα, όμως εκείνη υπέφερε πραγματικά όταν επέστρεφε στις αναμνήσεις της και σε όλα αυτά που σκοτεινά είχε ανάγκη να σκεφτεί και δεν μπορούσε και τότε αυτός έπρεπε να τη φιλάει δυνατά, να την παρακινεί σε νέα παιχνίδια, και η 'άλλη', η συμφιλιωμένη, ωρίμαζε κάτω από το κορμί του και τον έσερνε μαζί της στην παραφορά, του δίνονταν τότε σαν ξέφρενο ζώο, τα μάτια της θολά, τα χέρια της στραμμένα προς τα μέσα, μυθική και φρικτή σαν άγαλμα που κατρακυλάει σε βουνοπλαγιά, ξεριζώνοντας τον χρόνο με τα νύχια, ανάμεσα σε ανάσες κι έναν βραχνό αναστεναγμό που διαρκούσε ατελείωτα.

Μια νύχτα έμπηξε τα δόντια της στη σάρκα του και τον δάγκωσε στον ώμο ώσπου έβγαλε αίμα, επειδή είχε αφεθεί εξαντλημένος να πέσει στο πλευρό του, λίγο σαν χαμένος, κι ανάμεσά τους δημιουργήθηκε μια απροσδιόριστη συμφωνία χωρίς λέξεις, εκείνος ένιωσε σαν να περίμενε απ'αυτόν να της χαρίσει τον θάνατο, κάτι μέσα της που δεν ήταν ο συνειδητός της εαυτός, μια σκοτεινή μορφή που απαιτούσε την εκμηδένιση, την αργή μαχαιριά ανάσκελα που θρυμματίζει τ'αστέρια της νύχτας και παραδίδει ξανά το σκοτεινό διάστημα στα ερωτήματα και τους  τρόμους. 

Μόνο  εκείνη  τη  φορά, εκτός εαυτού, σαν μυθικός ταυρομάχος που γι'αυτόν το να σκοτώνει σημαίνει να επιστρέφει και πάλι τον ταύρο στη θάλασσα και τη θάλασσα στον ουρανό, την ταπείνωσε στη διάρκεια μιας ατελείωτης νύχτας για την οποία δεν ξαναμίλησαν, τη μεταμόρφωσε σε Πασιφάη, τη γύρισε ανάποδα κι έπεσε επάνω της σαν να 'ταν αγόρι, την καθοδήγησε και απαίτησε απ' αυτή να του υποταχθεί σαν θλιβερή πόρνη, την ύψωσε σε αστερισμό, την κράτησε στην αγκαλιά του μυρίζοντας αίμα, την έβαλε να πιει το σπέρμα που τρέχει από το στόμα σαν πρόκληση στον Λόγο, ρούφηξε τη σκιά της κοιλιάς της και των γλουτών της και ανασηκώθηκε ως το πρόσωπό της για να τη μυρώσει με τους ίδιους της τους χυμούς σε αυτή την έσχατη πράξη σαρκικής γνώσης που μόνο ο άνδρας μπορεί να δώσει στη γυναίκα, την εξουθένωσε με δέρμα και μαλλιά και σάλιο κι αναστεναγμούς, στράγγιξε όλη της την υπέροχη δύναμη, την έριξε πάνω σ'ένα μαξιλάρι κι ένα σεντόνι και την άκουσε να κλαίει ευτυχισμένη πάνω στο πρόσωπό του που το μόλις αναμμένο τσιγάρο φανέρωνε και πάλι στη νύχτα του δωματίου και του ξενοδοχείου.                                                                                                                                                                                Julio Cortázar (1963)
Pasiphae-©-Christian-Ghisellini

1 comment:

Anonymous said...

Qué grande. Que poeta!. Me re cabe.